χιτλερικός

χιτλερικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική τού Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο χιτλερικός, η χιτλερική
οπαδός τού Χίτλερ και τού καθεστώτος του, ναζιστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… …   Dictionary of Greek

  • παγγερμανισμός — Πολιτικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία τον 19o αι. με βάση τις εθνικιστικές θεωρίες των ρομαντικών φιλοσόφων, όπως ο Φίχτε και ο Χέγκελ, και απέβλεπε στη δημιουργία ενός κράτους που θα περιλάμβανε όλους τους μοιρασμένους τότε σε διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”