- χιτλερικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική τού Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης»)2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο χιτλερικός, η χιτλερικήοπαδός τού Χίτλερ και τού καθεστώτος του, ναζιστής.
Dictionary of Greek. 2013.